Συχνοουρία

Τι ορίζεται ως συχνοουρία;
Η συχνοουρία ορίζεται ως η παρουσία αυξημένου αριθμού ουρήσεων εντός του 24ώρου. Συνήθως οι επισκέψεις στην τουαλέτα υπερβαίνουν τις 7–8 φορές την ημέρα, με μικρή ποσότητα ούρων σε κάθε επεισόδιο και συχνά με αίσθημα επιτακτικής ούρησης. Σε φυσιολογικές συνθήκες, ένας ενήλικος ουρεί περίπου 5–7 φορές ημερησίως, αριθμός που επηρεάζεται από την ηλικία, την πρόσληψη υγρών και την κατάσταση της ουροδόχου κύστης.
Η συχνοουρία είναι ένα σύμπτωμα και όχι μια πάθηση. Ειδικότερα, διαφοροποιείται από την πολυουρία, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένο συνολικό όγκο ούρων, καθώς και από τη νυκτουρία, όπου κυριαρχούν τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια νυχτερινής ούρησης.
Ποια είναι τα αίτια πρόκλησής της;
Τα αίτια της συχνοουρίας μπορεί να διακριθούν σε οργανικά και λειτουργικά ή ψυχογενή. Ειδικότερα, τα οργανικά αίτια σχετίζονται με παθολογικές μεταβολές στο ουροποιητικό σύστημα. Από την άλλη, τα λειτουργικά ή ψυχογενή είναι τα αίτια όπου δεν υπάρχει κάποια εμφανής οργανική βλάβη, αλλά η συχνότητα της ούρησης επηρεάζεται από εξωγενείς ή ψυχοσωματικούς παράγοντες.
Τα οργανικά αίτια της συχνοουρίας διακρίνονται σε εκείνα που προέρχονται από παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος και σε άλλα που οφείλονται σε μη ουρολογικούς παράγοντες.
Ειδικότερα:
Ουρολογικά οργανικά αίτια
- Φλεγμονές (κυστίτιδα, προστατίτιδα, διάμεση κυστίτιδα).
- Λιθίαση (πέτρες στην κύστη ή στον ουρητήρα).
- Υπερπλασία προστάτη.
- Στένωμα ουρήθρας.
- Κακοήθειες (καρκίνος ουροδόχου κύστης).
- Νευρογενείς διαταραχές που επηρεάζουν τη λειτουργία της κύστης.
- Υπερδραστήρια ουροδόχος κύστη με οργανικό υπόβαθρο.
Μη ουρολογικά οργανικά αίτια
- Σακχαρώδης διαβήτης που είναι αρρύθμιστος.
- Εγκυμοσύνη ( εξαιτίας ορμονικών αλλαγών και μηχανικής πίεσης στην κύστη).
- Νεφρική ανεπάρκεια (στα αρχικά στάδια).
- Ορμονικές διαταραχές (π.χ. ενδοκρινικές).
- Φαρμακευτική αγωγή (διουρητικά, αντιυπερτασικά).

Τα λειτουργικά ή ψυχογενή αίτια συχνοουρίας ενδέχεται να είναι τα παρακάτω:
- Άγχος και στρες: επηρεάζει την κύστη, προκαλώντας αυξημένη ευερεθιστότητα και επιτακτική ανάγκη για ούρηση.
- Υπερβολική πρόσληψη υγρών ή διεγερτικών ουσιών: η καφεΐνη, το αλκοόλ και η αυξημένη κατανάλωση οδηγούν σε συχνότερα επεισόδια ούρησης.

Συχνότητα εμφάνισης και Ομάδες κινδύνου
Η αυξημένη συχνότητα ούρησης παρατηρείται σε διάφορες ομάδες πληθυσμού και συνδέεται με συγκεκριμένους παράγοντες. Στους ηλικιωμένους είναι ιδιαίτερα συχνή, καθώς σχετίζεται με υπερδραστήρια κύστη, υπερπλασία του προστάτη αλλά και εκφυλιστικές αλλαγές που επηρεάζουν το ουροποιητικό σύστημα.
Επίσης, εμφανίζεται σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη που δεν έχει ρυθμιστεί, αλλά και σε όσους λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή που προκαλούν αυξημένη παραγωγή ούρων.
Στους άνδρες άνω των 50 ετών, η συχνοουρία σχετίζεται κυρίως με παθήσεις του προστάτη, όπως η καλοήθης υπερπλασία. Αντίστοιχα, στις γυναίκες, η βραχεία ουρήθρα και η προδιάθεση για συχνές ουρολοιμώξεις αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες που οδηγούν σε αυξημένη συχνότητα ούρησης.
Με ποια άλλα συμπτώματα ενδέχεται να συνυπάρχει η συχνοουρία;
Τα συμπτώματα που συχνά συνοδεύουν τη συχνοουρία προσφέρουν πολύτιμες ενδείξεις για την υποκείμενη αιτία. Ειδικότερα, αποτελούν βασικά κριτήρια για την επιλογή θεραπείας της θεραπείας.
Τα συμπτώματα που συνυπάρχουν με τη συχνοουρία είναι τα κάτωθι:
- Πόνος ή κάψιμο κατά την ούρηση (δυσουρία): ένδειξη φλεγμονής του ουροποιητικού συστήματος, συνήθως λόγω ουρολοίμωξης.
- Νυκτουρία: συχνή ανάγκη για ούρηση κατά τη διάρκεια της νύχτας, που διαταράσσει τον ύπνο και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής του.
- Αίσθημα ατελούς κένωσης: η υποκειμενική αίσθηση ότι η κύστη δεν αδειάζει πλήρως. Είναι χαρακτηριστική σε περιπτώσεις υπερπλασίας του προστάτη ή απόφραξης της ουρήθρας.
- Μικρός όγκος ούρων: οδηγεί σε αυξημένη συχνότητα, αλλά χωρίς επαρκή ανακούφιση μετά την κένωση.
- Αλλαγές στα ούρα: θολότητα, έντονη δυσοσμία ή παρουσία αίματος (αιματουρία).
- Πόνος ή δυσφορία στη χαμηλή κοιλιακή χώρα ή στο περίνεο: συχνά συνοδά ευρήματα σε φλεγμονώδεις ή αποφρακτικές παθήσεις.
- Πυρετός και ρίγη: συστηματικά συμπτώματα που εμφανίζονται σε περιπτώσεις λοιμώξεων με βαρύτερη κλινική εικόνα.
Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Η διάγνωση της συχνοουρίας απαιτεί συστηματική και ολοκληρωμένη προσέγγιση, ώστε να εντοπιστεί με ακρίβεια η υποκείμενη αιτία και να καθοριστεί η κατάλληλη θεραπευτική στρατηγική.
Αρχικά, πραγματοποιείται λήψη αναλυτικού ιατρικού ιστορικού, με λεπτομερή καταγραφή των συμπτωμάτων, της διάρκειας και της έντασής τους, καθώς και πιθανών συνοδών παραγόντων. Ακολουθεί η κλινική εξέταση για τον εντοπισμό πιθανόν παθολογικών ευρημάτων.
Ένα χρήσιμο εργαλείο στη διαγνωστική διαδικασία είναι το ημερολόγιο ούρησης. Ο ασθενής σημειώνει με ακρίβεια τους χρόνους και τους όγκους ούρησης, καθώς και την ημερήσια πρόσληψη υγρών. Παράλληλα, διενεργείται εργαστηριακός έλεγχος ούρων, ο οποίος περιλαμβάνει γενική ούρων και καλλιέργεια με αντιβιόγραμμα για την ανίχνευση λοιμώξεων.
Ο απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχογράφημα νεφρών, ουροδόχου κύστης και προστάτη (στους άνδρες) αποτελεί βασικό βήμα.
Σε πιο σύνθετες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως:
- η κυστεοσκόπηση για άμεση επιθεώρηση του βλεννογόνου της κύστης.
- η ουρορομετρία για εκτίμηση της ροής των ούρων.
- ο ουροδυναμικός έλεγχος, για αξιολόγηση της λειτουργικότητας της κύστης και των σφιγκτήρων.
Η σωστή και πλήρης διαγνωστική διερεύνηση είναι καθοριστική, καθώς επιτρέπει την εξατομικευμένη θεραπεία και συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη πιθανών επιπλοκών.
Πώς αντιμετωπίζεται η συχνοουρία;
Η αντιμετώπιση της συχνοουρίας στηρίζεται στην ακριβή διάγνωση της αιτίας και διαμορφώνεται εξατομικευμένα. Όταν πρόκειται για ουρολοίμωξη, χορηγείται κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία βάσει καλλιέργειας και αντιβιογράμματος.
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη μπορεί να αντιμετωπιστεί με φαρμακευτική αγωγή ή, σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις, με ελάχιστα επεμβατικές ή χειρουργικές τεχνικές. Στην περίπτωση της υπερδραστήριας κύστης, εφαρμόζονται αρχικά αλλαγές στον τρόπο ζωής (εκπαίδευση κύστης, περιορισμός καφεΐνης/αλκοόλ), ενώ ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή. Τέλος, εάν και εφόσον, χρειαστεί, εφαρμόζονται πιο εξειδικευμένες θεραπείες όπως ενέσεις βοτουλινικής τοξίνης ή νευροδιέγερση.
Σε καταστάσεις με μεταβολικά ή νευρολογικά αίτια, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης ή η νευρογενής κύστη, η θεραπεία επικεντρώνεται στη ρύθμιση του υποκείμενου νοσήματος.
Η συνολική προσέγγιση παραμένει πολυπαραγοντική, με στόχο όχι μόνο την ανακούφιση από τα ενοχλήματα αλλά και την πρόληψη επιπλοκών, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη βελτίωση της καθημερινότητας του ασθενούς.
Εάν εμφανίζετε συχνοουρία, θα πρέπει να απευθυνθείτε σε έναν έμπειρο Ουρολόγο, καθώς η διάγνωση της αιτίας που την προκαλεί δεν είναι πάντα φανερή. Ο Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Χρήστος Αντωνόπουλος είναι στη διάθεσή σας για την αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας που την προκαλεί. Επικοινωνήστε μαζί του για να κλείσετε άμεσα ραντεβού.